- ἑτεροκλινῶς
- D0-1-0-0-0=1 1 Chr 12,34rebelliously, inclined to the other side
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
ἑτεροκλινῶς — ἑτεροκλινής leaning to one side adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετεροκλινής — ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, ές) αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών αρχ. κατηφορικός… … Dictionary of Greek